- ἀμευσίπορος
- ᾰμευσῐπορος, -ον1 where ways interchange ἧρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (ἀμευσιπόρους τριόδους Hermann, met. gr.) P. 11.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αμευσίπορος — ἀμευσίπορος, ον (Α) αυτός, στον οποίο διασταυρώνονται οι δρόμοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμευσι (< ἀμεύομαι) + πόρος] … Dictionary of Greek
ἀμευσίπορον — ἀμευσίπορος path shifting masc/fem acc sg ἀμευσίπορος path shifting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμεύομαι — ἀμεύομαι (Α) (δωρικός τύπος σε χρήση μόνο στον μέλλοντα και αόριστο) 1. ξεπερνώ, νικώ 2. διέρχομαι, διαπερνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Διαλεκτικός ρηματικός τ. που αρχικά σήμαινε «κινώ, διακινώ», κατόπιν «ανταλλάσσω» και τελικά προσέλαβε, κατ’ επέκταση, τη… … Dictionary of Greek
πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… … Dictionary of Greek